- ἐπικυρῶσαι
- ἐπικυρόωconfirmaor inf actἐπικῡρῶσαι , ἐπικυρόωconfirmaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικυρώνω — (AM ἐπικυρῶ, όω) [κυρώνω] προσδίδω κύρος σε κάτι, καθιστώ έγκυρο κάτι (α. «επικυρώθηκε η συνθήκη» β. «ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην», Θουκ.) νεοελλ. επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι, συμφωνώ («επικύρωσε τα λόγια του») … Dictionary of Greek